- στρηνές
- στρηνήςroughmasc/fem voc sgστρηνήςroughneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
страда — сенокос, жатва, тяжелая работа , арханг. (Подв.), вологодск., владим., псковск. (Даль), страдать, аю, также стражду (цслав.), диал. страдать косить сено, собирать урожай , арханг. (Подв.), др. русск. страдати стараться, добиваться , страдалъ за… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
στρηνής — ές, Α 1. (για ήχο) οξύς και δυσάρεστος, διαπεραστικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) στρηνές με οξύ και δυσάρεστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού επιθ. με το λατ. strēnuus «δραστήριος, φιλόπονος» δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη. Κατ … Dictionary of Greek